Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εῖ ἀπορεῖ

См. также в других словарях:

  • ἀπορεῖ — ἀφοράω look away from pres ind mp 2nd sg (ionic) ἀφοράω look away from pres ind act 3rd sg (ionic) ἀπορέω pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀπορέω pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀπορρέω Cat. Cod.Astr. pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόρει — ἀφοράω look away from pres imperat act 2nd sg (ionic) ἀφοράω look away from imperf ind act 3rd sg (ionic) ἀ̱πόρει , ἀπορέω imperf ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic) ἀπορέω pres imperat act 2nd sg (attic epic) ἀπορέω imperf ind act 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀπορεῖ — ἀπορεῖ , ἀφοράω look away from pres ind mp 2nd sg (ionic) ἀπορεῖ , ἀφοράω look away from pres ind act 3rd sg (ionic) ἀπορεῖ , ἀπορέω pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀπορεῖ , ἀπορέω pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθαύμαστος — και αθάμαστος και αθάμαχτος, η, ο (Α ἀθαύμαστος, ον) 1. αυτός που δεν θαυμάστηκε, που δεν μπορεί να προσελκύσει τον θαυμασμό ή να προκαλέσει κατάπληξη 2. (με ενέργ. σημ.) αυτός που δεν θαυμάζει, δεν απορεί ή δεν εκπλήσσεται με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

  • ηπανία — ἠπανία και ἠπανίη, ή (Α) σπανιότητα, έλλειψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηπανώ (πρβλ. τη γλώσσα τού Ησύχ. ηπανεί απορεί, σπανίζει, αμηχανεί). Η λ. συνδέεται με το πανία «πλησμονή», οπότε το αρχικό η είναι πιθ. στερητικό πρόθημα, προϊόν μετρικής έκτασης τού *α …   Dictionary of Greek

  • πλαστό έργο τέχνης — Ονομάζεται κάθε πίνακας, σχέδιο, χαρακτικό έργο, γλυπτό, καλλιτεχνικό αντικείμενο που απομιμείται μορφές και τεχνικές ενός καλλιτέχνη ή μιας εποχής με σκοπό να εξαπατήσει τον τυχόν αγοραστή ή ειδικό. Το στοιχείο της κακής πρόθεσης, η θέληση της… …   Dictionary of Greek

  • διαρρηγνύω — (διαρρηγνύω), διέρρηξα βλ. πίν. 87 Σημειώσεις: (διαρρηγνύω) : σπάνια χρησιμοποιείται ο ενεστωτικός τύπος, κυρίως σε στερεότυπες εκφράσεις όπως διαρρηγνύει τα ιμάτια του → διαμαρτύρεται ή απορεί με έντονο τρόπο. Μερικές φορές απαντώνται ορισμένοι… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • akʷ- —     akʷ     English meaning: “to hurt”     Deutsche Übersetzung: ‘schädigen”?     Material: O.Ind. áka m “ grief, pain “, Av. akō “ nasty, bad “, axtis ̀ “ grief, pain, illness “; Gk. noun *ἄπαρ, *ἀπνός, thereof ἠπανεῖ ἀπορεῖ, ἠπανία ἀπορία,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»